- διδακτής
- διδακτής, ο (Μ) [διδάσκω]αυτός που κηρύσσει τον θείο λόγο («να φροντίζουσι... διά τήν συναναστροφή καί διδασκαλίαν τών διδακτών όπου κηρύσσουσι τόν λόγον τού Θεού», χριστιανική διδασκαλία).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διδακτῆς — διδακτός taught fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)